πολιτικοπραιτώριος

πολιτικοπραιτώριος
-ία, -ον, Μ
ο σύμφωνος με το αστικό δίκαιο και τον πραιτωριανό νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + πραίτωρ, -ωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”